- βακτηριοκτόνος
- -οο καταστρεπτικός για τα βακτηρίδια.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρουπρβλ. αγγλ. bactericide < bacteri- < bacterium (πρβλ. βακτήριο) + -cide < λατ. -cida < (ρ.) caeolo «σκοτώνω». Ο ελληνικός όρος μαρτυρείται στον Σπυρίδωνα Μηλιαράκη].
Dictionary of Greek. 2013.